Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαράβλητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαράβλητ|ος <-η, -ο> [apaˈravlitɔs] ΕΠΊΘ

1. απαράβλητος (που δε συγκρίθηκε):

απαράβλητος

2. απαράβλητος (που δε συγκρίνεται):

απαράβλητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский