Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απεργάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απεργά|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [apɛrˈɣazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

απεργάζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский