Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκοπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκοπή [apɔkɔˈpi] SUBST θηλ

1. αποκοπή (κόψιμο):

αποκοπή
Abschneiden ουδ

2. αποκοπή (χεριού, ποδιού):

αποκοπή
Amputation θηλ

3. αποκοπή (απογαλακτισμός):

αποκοπή
Entwöhnung θηλ

ιδιωτισμοί:

τιμή θηλ κατ' αποκοπή
Pauschalpreis αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αποκοπή

τιμή θηλ κατ' αποκοπή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский