Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόκομμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόκομμα [aˈpɔkɔma] SUBST ουδ

1. απόκομμα (κειμένου, εφημερίδας):

απόκομμα
Ausschnitt αρσ

2. απόκομμα (λόγου):

απόκομμα
Auszug αρσ

3. απόκομμα (πορσελάνης):

απόκομμα
Bruchstück ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский