Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφοσίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφοσίωσ|η <-εις> [afɔˈsiɔsi] SUBST θηλ

αφοσίωση σε
Hingabe θηλ an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский