Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφράτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφράτ|ος <-η, -ο> [aˈfratɔs] ΕΠΊΘ

1. αφράτος (κρέας, δέρμα):

αφράτος

2. αφράτος (πρόσωπο):

αφράτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский