Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βλοσυρότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βλοσυρότητα [vlɔsiˈrɔtita] SUBST θηλ

βλοσυρότητα
Grimmigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский