Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βογκητό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βογκητό [vɔɲɟiˈtɔ] SUBST ουδ

βογκητό
Stöhnen ουδ
βγάζω ένα βογκητό

Παραδειγματικές φράσεις με βογκητό

βγάζω ένα βογκητό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский