Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γονατίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γονατί|ζω <-σα, -σμένος> [ɣɔnaˈtizɔ] VERB αμετάβ

II . γονατί|ζω <-σα, -σμένος> [ɣɔnaˈtizɔ] VERB μεταβ μτφ (καταβάλλω)

γονατίζω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με γονατίζω

γονατίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский