Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμέρισμά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμέρισμα [ðiaˈmɛrizma] SUBST ουδ

1. διαμέρισμα (μέρος συνόλου):

Teil αρσ

3. διαμέρισμα (χώρας):

Wahlbezirk αρσ

4. διαμέρισμα (τρένου):

Abteil ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский