Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ασπώ <-ασπάς, -έσπασα, -ασπάστηκα, -ασπασμένος> [ðiaˈspɔ] VERB μεταβ

1. διασπώ (σπάζω σε κομμάτια):

διασπώ

2. διασπώ και μτφ:

διασπώ (στα δυο) (κόμμα κτλ)

3. διασπώ (αποκλεισμό):

διασπώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский