Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασταλτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασταλτικ|ός <-ή, -ό> [ðiastaltiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διασταλτικός (που διαστέλλει):

διασταλτικός
Dehnungs-

2. διασταλτικός (που διαστέλλεται):

διασταλτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский