Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ενέχω [ɛˈnɛxɔ] VERB μεταβ ohne Aoriststamm (περιέχω)

ενέχω

II . ενέχομαι VERB αυτοπ ρήμα ohne Aoriststamm (σε σκάνδαλο κτλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский