Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεχυροπιστωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενεχυροπιστωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛçirɔpistɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ενεχυροπιστωτικός
Pfandkredit-
ενεχυροπιστωτικός κλάδος

Παραδειγματικές φράσεις με ενεχυροπιστωτικός

ενεχυροπιστωτικός κλάδος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский