Ελληνικά » Γερμανικά

ενθαρρυντικ|ός <-ή, -ό> [ɛnθarindiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ελαφρυντικά [ɛlafrindiˈka] SUBST ουδ πλ ΝΟΜ

αποθαρρυντικ|ός <-ή, -ό> [apɔθarindiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ενθαρρύν|ω <-α, -θηκα> [ɛnθaˈrinɔ] VERB μεταβ

ενθάρρυνσ|η <-εις> [ɛnˈθarinsi] SUBST θηλ

ελαφρυντικ|ός <-ή, -ό> [ɛlafrindiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский