Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επεκτείνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επεκτ|είνω <-εινα, -άθηκα, -αμένος> [ɛpɛkˈtinɔ] VERB μεταβ

επεκτείνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский