Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισφράγιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επισφράγισ|η <-εις> [ɛpiˈsfrajisi] SUBST θηλ

1. επισφράγιση (ολοκλήρωση):

επισφράγιση
Besiegelung θηλ

2. επισφράγιση (επιβεβαίωση):

επισφράγιση
Bestätigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский