Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιτακτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιτακτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpitaktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επιτακτικός (άνθρωπος, ύφος):

επιτακτικός

2. επιτακτικός (που είναι ανάγκη):

επιτακτικός

3. επιτακτικός (που επείγει):

επιτακτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский