Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιτηρητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιτηρητής (επιτηρήτρια) [ɛpitiriˈtis, ɛpitiˈritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επιτηρητής (επιτηρήτρια)
Aufseher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский