Ελληνικά » Γερμανικά

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

εποπτεύ|ω <-σα> [ɛpɔpˈtɛvɔ] VERB μεταβ

διοπτρία [ðiɔpˈtria] SUBST θηλ

εποποιία [ɛpɔpiˈia] SUBST θηλ

1. εποποιία (επική ποίηση):

2. εποποιία μτφ (πράξη):

Heldentat θηλ

εποπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpɔptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εποπτικός (σχετιζόμενος με την εποπτεία):

Aufsichts-
Aufsichtsrat αρσ

2. εποπτικός (σχετιζόμενος με την αντίληψη):

Wahrnehmungs-
Lernhilfen θηλ πλ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский