εταιρεία [ɛtɛˈria] SUBST θηλ (ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό, επιχείρηση)
-
Gesellschaft θηλ
-
Industriekonzern αρσ
-
Fluggesellschaft θηλ
-
Bauunternehmen ουδ
-
Mischkonzern αρσ
-
Geldinstitut ουδ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.