Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλλωπιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλλωπιστικ|ός <-ή, -ό> [kalɔpistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

καλλωπιστικός
Zier-
καλλωπιστικός θάμνος
Zierstrauch αρσ
Zierpflanze θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με καλλωπιστικός

καλλωπιστικός θάμνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский