Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλμάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καλμάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [kalˈmarɔ] VERB μεταβ οικ (καθησυχάζω, καταπραΰνω)

καλμάρω

II . καλμάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [kalˈmarɔ] VERB αμετάβ (ησυχάζω)

καλμάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский