Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κανακάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κανακάρ|ης <-ισσα, -ικο> [kanaˈkaris] ΕΠΊΘ (χαϊδεμένος)

κανακάρης

II . κανακάρ|ης <-ισσα, -ικο> [kanaˈkaris] SUBST αρσ/θηλ

κανακάρης
κανακάρης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский