Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κανακεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κανακ|εύω <-εψα, -εμένος> [kanaˈcɛvɔ] VERB μεταβ

κανακεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский