Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάχρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάχρησ|η <-εις> [kaˈtaxrisi] SUBST θηλ

1. κατάχρηση (εμπιστοσύνης, δικαιώματος κτλ, φαρμάκων κτλ):

κατάχρηση
Missbrauch αρσ
κάνω κατάχρηση στο τσιγάρο
κάνεις κατάχρηση (το παρακάνεις)
κατάχρηση δικαιώματος
κατάχρηση εμπιστοσύνης
κατάχρηση εξουσίας
κατάχρηση οινοπνεύματος
κατάχρηση φαρμάκων

2. κατάχρηση (σφετερισμός χρημάτων):

κατάχρηση
κατάχρηση
Veruntreuung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский