Ελληνικά » Γερμανικά

I . καταχρ|ώμαι <-άστηκα> [kataˈxrɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (χρήματα)

καταχρώμαι

II . καταχρ|ώμαι <-άστηκα> [kataˈxrɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

καταχρώμαι

Παραδειγματικές φράσεις με καταχρώμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский