Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καυστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καυστικ|ός <-ή, -ό> [kafstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. καυστικός (που καίει):

καυστικός

2. καυστικός ΧΗΜ:

καυστικός

3. καυστικός μτφ (λόγια):

καυστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский