Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καυτηρίαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καυτηρίασ|η <-εις> [kaftiˈriasi] SUBST θηλ

1. καυτηρίαση ΙΑΤΡ:

καυτηρίαση
Verätzung θηλ
καυτηρίαση
Kauterisation θηλ

2. καυτηρίαση μτφ:

καυτηρίαση
Brandmarkung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский