Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταβίβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταβίβασ|η <-εις> [mɛtaˈvivasi] SUBST θηλ

1. μεταβίβαση (μεταφορά):

μεταβίβαση
Beförderung θηλ

2. μεταβίβαση (δικαιώματος, ενέργειας):

μεταβίβαση
Übertragung θηλ
μεταβίβαση εισοδήματος
μεταβίβαση ενέργειας
μεταβίβαση (της) εξουσιοδότησης
μεταβίβαση ιδιοκτησίας
μεταβίβαση μετοχών
μεταβίβαση περιουσίας

3. μεταβίβαση (χρημάτων):

μεταβίβαση
Transfer αρσ
μεταβίβαση μετρητών
Bartransfer αρσ

4. μεταβίβαση (μηνύματος):

μεταβίβαση
Übermittlung θηλ

5. μεταβίβαση (παραδόσεων):

μεταβίβαση
Weitergabe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μεταβίβαση

μεταβίβαση θηλ κινδύνου
μεταβίβαση θηλ μεριδίου
μεταβίβαση ιδιοκτησίας
μεταβίβαση μετοχών
μεταβίβαση περιουσίας
μεταβίβαση εισοδήματος
μεταβίβαση ενέργειας
μεταβίβαση μετρητών
μεταβίβαση (της) εξουσιοδότησης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский