Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοικοκυρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . νοικοκυρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [nikɔciˈrɛvɔ] VERB μεταβ

1. νοικοκυρεύω (φέρνω τάξη σε κάτι):

νοικοκυρεύω κάτι

2. νοικοκυρεύω (συγυρίζω):

νοικοκυρεύω

II . νοικοκυρεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με νοικοκυρεύω

νοικοκυρεύω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский