Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοικοκύρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοικοκύρ|ης <-ηδες> [nikɔˈciris] SUBST αρσ

1. νοικοκύρης (οικοδεσπότης):

νοικοκύρης
Hausherr αρσ

2. νοικοκύρης (ασχολούμενος με τις δουλειές του σπιτιού):

νοικοκύρης
Hausmann αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский