Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκοιλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκοιλιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛciˈʎazɔ] VERB μεταβ

ξεκοιλιάζω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με ξεκοιλιάζω

ξεκοιλιάζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский