Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκομμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκομμέν|ος <-η, -ο> [ksɛkɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ξεκομμένος (απομονωμένος):

ξεκομμένος

2. ξεκομμένος (αποχωρισμένος):

ξεκομμένος
ξεκομμένος από τον κόσμο

3. ξεκομμένος (τιμή):

ξεκομμένος

Παραδειγματικές φράσεις με ξεκομμένος

ξεκομμένος από τον κόσμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский