Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεσήκωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεσήκωμα [ksɛˈsikɔma] SUBST ουδ

1. ξεσήκωμα (αναστάτωση):

ξεσήκωμα
Aufregung θηλ

2. ξεσήκωμα (στην ιχνογραφία):

ξεσήκωμα
Durchpausen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский