Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεσκάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεσκά|ζω <-σα> [ksɛˈskazɔ] VERB αμετάβ

1. ξεσκάζω (μετά από θυμό):

ξεσκάζω

2. ξεσκάζω (από την πλήξη, βγαίνοντας έξω):

ξεσκάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский