Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεχειλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεχειλώ|νω <-σα, -μένος> [ksɛçiˈlɔnɔ] VERB αμετάβ (ρούχο)

ξεχειλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский