Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεχρεώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεχρεώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛxrɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξεχρεώνω (πιστωτή):

ξεχρεώνω κάποιον

2. ξεχρεώνω (πληρώνω για άλλον):

ξεχρεώνω κάποιον

3. ξεχρεώνω (δάνειο):

ξεχρεώνω

II . ξεχρεώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με ξεχρεώνω

ξεχρεώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский