Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομαδικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομαδικ|ός <-ή, -ό> [ɔmaðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ομαδικός (αναφερόμενος στην ομάδα):

ομαδικός
Gruppen-
Gruppengeist αρσ

2. ομαδικός (συλλογικός):

ομαδικός

3. ομαδικός (μαζικός):

ομαδικός
Massen-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский