Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομαλότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομαλότητα [ɔmaˈlɔtita] SUBST θηλ

1. ομαλότητα (επιφάνειας):

ομαλότητα
Ebenheit θηλ

2. ομαλότητα (κανονική κατάσταση):

ομαλότητα
Normalität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский