Ελληνικά » Γερμανικά

ορειν|ός <-ή, -ό> [ɔriˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. ορεινός (των βουνών):

ορεινός
Gebirgs-, Berg-
Gebirgsklima ουδ
Berggebiet ουδ

2. ορεινός (γεμάτος βουνά):

ορεινός

Παραδειγματικές φράσεις με ορεινός

ορεινός όγκος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский