Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οριακό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
οριακό ρεύμα
Grenzstrom αρσ
οριακό κόστος
οριακό κέρδος
Grenzgewinn αρσ
οριακό στρώμα
Grenzschicht θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „οριακό“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
Grenzertrag ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
οριακό εισόδημα ουδ
Grenzerlös ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
οριακό έσοδο ουδ
Grenzkosten ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
οριακό κόστος ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский