Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παπουτσώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παπουτσώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [papuˈtsɔnɔ] VERB μεταβ

II . παπουτσώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με παπουτσώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский