Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πράκτορας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πράκτορας [ˈpraktɔras] SUBST mf

1. πράκτορας ΕΜΠΌΡ:

πράκτορας
Vertreter(in) αρσ (θηλ)
ασφαλιστικός πράκτορας
εμπορικός πράκτορας
Vertreter(in) αρσ (θηλ)

2. πράκτορας (πρακτορείου, μυστικής υπηρεσίας):

πράκτορας
Agent(in) αρσ (θηλ)
μυστικός πράκτορας
Geheimagent(in) αρσ (θηλ)
τραπεζικός πράκτορας
Bankagent αρσ
ιπποδρομιακός πράκτορας
Buchmacher(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με πράκτορας

ασφαλιστικός πράκτορας
μυστικός πράκτορας
Geheimagent(in) αρσ (θηλ)
εμπορικός πράκτορας
Vertreter(in) αρσ (θηλ)
τραπεζικός πράκτορας
Bankagent αρσ
ιπποδρομιακός πράκτορας
Buchmacher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский