Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρακτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρακτικ|ός <-ή, -ό> [praktiˈkɔs] ΕΠΊΘ (επίσης εύχρηστος, βολικός)

πρακτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский