Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σιγουρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σιγουρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [siɣuˈrɛvɔ] VERB μεταβ

σιγουρεύω

II . σιγουρεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский