Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκρούομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκρού|ομαι <-στηκα> [siŋˈgruɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. συγκρούομαι:

συγκρούομαι με

2. συγκρούομαι μτφ (ενδιαφέροντα):

συγκρούομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский