Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συρρέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συ|ρρέω <-νέρρευσα> [siˈrɛɔ] VERB αμετάβ

1. συρρέω (νερά):

συρρέω

2. συρρέω μτφ (πλήθη):

συρρέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский