Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συρροή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συρροή [sirɔˈi] SUBST θηλ

1. συρροή (χρημάτων):

συρροή
Zusammenfluss αρσ

2. συρροή (πλήθους):

συρροή
Andrang αρσ

3. συρροή (περιστάσεων):

συρροή

Παραδειγματικές φράσεις με συρροή

συρροή θηλ αξιώσεων ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский