Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συρτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συρτ|ός <-ή, -ό> [sirˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. συρτός (που έρπει):

συρτός
μπαίνω συρτός

2. συρτός (που τον σέρνουν):

II . συρτ|ός [sirˈtɔs] SUBST αρσ

συρτός

Παραδειγματικές φράσεις με συρτός

μπαίνω συρτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский